ἡδυλογία

ἡδυλογία
ἡδυλογίᾱ , ἡδυλογία
jesting
fem nom/voc/acc dual
ἡδυλογίᾱ , ἡδυλογία
jesting
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηδυλογία — η (Α ἡδυλογία) [ηδυλόγος] 1. το να μιλάει κάποιος γλυκά, ευχάριστα, η ευχάριστη ομιλία, το γλυκομίλημα 2. κολακεία, γαλιφιά αρχ. πληθ. αἱ ήδυλογίαι αστεϊσμοί …   Dictionary of Greek

  • ἡδυλογίας — ἡδυλογίᾱς , ἡδυλογία jesting fem acc pl ἡδυλογίᾱς , ἡδυλογία jesting fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”